- αρτιζυγία
- ἀρτιζυγία, η (Α)η σύζευξη που έγινε πριν από λίγο, ο πρόσφατος γάμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιζυγίαν — ἀρτιζυγία recent union fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek